λιγόχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγόχρονος η λιγόχρονη το λιγόχρονο
      γενική του λιγόχρονου της λιγόχρονης του λιγόχρονου
    αιτιατική τον λιγόχρονο τη λιγόχρονη το λιγόχρονο
     κλητική λιγόχρονε λιγόχρονη λιγόχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγόχρονοι οι λιγόχρονες τα λιγόχρονα
      γενική των λιγόχρονων των λιγόχρονων των λιγόχρονων
    αιτιατική τους λιγόχρονους τις λιγόχρονες τα λιγόχρονα
     κλητική λιγόχρονοι λιγόχρονες λιγόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιγόχρονος < λίγος + χρόνος

Επίθετο

λιγόχρονος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.