λησμονιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λησμονιάρης η λησμονιάρα το λησμονιάρικο
      γενική του λησμονιάρη της λησμονιάρας του λησμονιάρικου
    αιτιατική τον λησμονιάρη τη λησμονιάρα το λησμονιάρικο
     κλητική λησμονιάρη λησμονιάρα λησμονιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λησμονιάρηδες οι λησμονιάρες τα λησμονιάρικα
      γενική των λησμονιάρηδων των λησμονιάρικων
    αιτιατική τους λησμονιάρηδες τις λησμονιάρες τα λησμονιάρικα
     κλητική λησμονιάρηδες λησμονιάρες λησμονιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λησμονιάρης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /li.zmoˈɲa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λησμονιάρης

Επίθετο

λησμονιάρης, -α, -ικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.