ληξιαρχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ληξιαρχικός η ληξιαρχική το ληξιαρχικό
      γενική του ληξιαρχικού της ληξιαρχικής του ληξιαρχικού
    αιτιατική τον ληξιαρχικό τη ληξιαρχική το ληξιαρχικό
     κλητική ληξιαρχικέ ληξιαρχική ληξιαρχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ληξιαρχικοί οι ληξιαρχικές τα ληξιαρχικά
      γενική των ληξιαρχικών των ληξιαρχικών των ληξιαρχικών
    αιτιατική τους ληξιαρχικούς τις ληξιαρχικές τα ληξιαρχικά
     κλητική ληξιαρχικοί ληξιαρχικές ληξιαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ληξιαρχικός, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ληξιαρχικός

Επίθετο

ληξιαρχικός

  1. σχετικός με το ληξιαρχείο
    ληξιαρχική πράξη γεννήσεως

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ληξιαρχικός < ληξίαρχος + -ικός

Ουσιαστικό

ληξιαρχικός, ή, -όν

  1. που ανήκει στον ληξίαρχο
  2. ληξιαρχικόν γραμματεῖον: το αρχείο κάθε δήμου της αρχαίας Αθήνας όπου εγγράφονταν τα ονόματα των νέων πολιτών όταν έφταναν στην ενηλικίωση

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 890
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.