ληξιαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ληξιαρχικός | η | ληξιαρχική | το | ληξιαρχικό |
| γενική | του | ληξιαρχικού | της | ληξιαρχικής | του | ληξιαρχικού |
| αιτιατική | τον | ληξιαρχικό | τη | ληξιαρχική | το | ληξιαρχικό |
| κλητική | ληξιαρχικέ | ληξιαρχική | ληξιαρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ληξιαρχικοί | οι | ληξιαρχικές | τα | ληξιαρχικά |
| γενική | των | ληξιαρχικών | των | ληξιαρχικών | των | ληξιαρχικών |
| αιτιατική | τους | ληξιαρχικούς | τις | ληξιαρχικές | τα | ληξιαρχικά |
| κλητική | ληξιαρχικοί | ληξιαρχικές | ληξιαρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ληξιαρχικός, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ληξιαρχικός
Μεταφράσεις
ληξιαρχικός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ληξιαρχικός, ή, -όν
Αναφορές
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 890
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.