λεπτόκορμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεπτόκορμος | η | λεπτόκορμη | το | λεπτόκορμο |
| γενική | του | λεπτόκορμου | της | λεπτόκορμης | του | λεπτόκορμου |
| αιτιατική | τον | λεπτόκορμο | τη | λεπτόκορμη | το | λεπτόκορμο |
| κλητική | λεπτόκορμε | λεπτόκορμη | λεπτόκορμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεπτόκορμοι | οι | λεπτόκορμες | τα | λεπτόκορμα |
| γενική | των | λεπτόκορμων | των | λεπτόκορμων | των | λεπτόκορμων |
| αιτιατική | τους | λεπτόκορμους | τις | λεπτόκορμες | τα | λεπτόκορμα |
| κλητική | λεπτόκορμοι | λεπτόκορμες | λεπτόκορμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεπτόκορμος < λεπτό- + κορμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈpto.koɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτό‐κορ‐μος
Επίθετο
λεπτόκορμος, -η, -ο
- που έχει λεπτό κορμό
- ※ Με ύψος περί τα δύο μέτρα, λεπτόκορμος αλλά με τετράγωνους ώμους, με ξανθά μαλλιά και βαθιά μπλε μάτια, αυτός ο άντρας που έφθασε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1924 για να μαγευτεί αμέσως από τη χώρα, γοήτευσε και ο ίδιος τους ανθρώπους γύρω του όχι μόνον για την εξαιρετική εμφάνισή του αλλά κυρίως για την επιστημονική κατάρτιση και το έργο που παρήγαγε στο διάστημα του σύντομου βίου του.
- Μαρία Θέρμου, Ο Άδωνις αρχαιολόγος, Το Βήμα, 25 Ιανουαρίου 2009
- ※ Με ύψος περί τα δύο μέτρα, λεπτόκορμος αλλά με τετράγωνους ώμους, με ξανθά μαλλιά και βαθιά μπλε μάτια, αυτός ο άντρας που έφθασε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1924 για να μαγευτεί αμέσως από τη χώρα, γοήτευσε και ο ίδιος τους ανθρώπους γύρω του όχι μόνον για την εξαιρετική εμφάνισή του αλλά κυρίως για την επιστημονική κατάρτιση και το έργο που παρήγαγε στο διάστημα του σύντομου βίου του.
Μεταφράσεις
λεπτόκορμος
|
|
Πηγές
- λεπτόκορμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.