pormenor

Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

pormenor < από τον ιδιωματισμό por menor

Ουσιαστικό

pormenor (pt) αρσενικό

  1. η ελάχιστη διαφορά, αυτή που μόλις και μετά βίας διακρίνεται
  2. η λεπτομέρεια που μπορεί όμως να κάνει τη διαφορά
  3. η ασήμαντη λεπτομέρεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.