λεξικολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεξικολογικός | η | λεξικολογική | το | λεξικολογικό |
| γενική | του | λεξικολογικού | της | λεξικολογικής | του | λεξικολογικού |
| αιτιατική | τον | λεξικολογικό | τη | λεξικολογική | το | λεξικολογικό |
| κλητική | λεξικολογικέ | λεξικολογική | λεξικολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεξικολογικοί | οι | λεξικολογικές | τα | λεξικολογικά |
| γενική | των | λεξικολογικών | των | λεξικολογικών | των | λεξικολογικών |
| αιτιατική | τους | λεξικολογικούς | τις | λεξικολογικές | τα | λεξικολογικά |
| κλητική | λεξικολογικοί | λεξικολογικές | λεξικολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεξικολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lexicologique < lexicologie < (ελληνιστική κοινή) λεξικός + αρχαία ελληνική λέγω
Επίθετο
λεξικολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την λεξικολογία ή τον λεξικολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λεξικολόγος και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.