τούρτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τούρτα | οι | τούρτες |
| γενική | της | τούρτας | των | (τουρτών) |
| αιτιατική | την | τούρτα | τις | τούρτες |
| κλητική | τούρτα | τούρτες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τούρτα στολισμένη με σχέδια τριαντάφυλλων
Ετυμολογία
- τούρτα < ελληνιστική κοινή τοῦρτα < λατινική torta (panis), θηλυκό του tortus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torqueo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terkʷ (στρέφω)
Ουσιαστικό
τούρτα θηλυκό
Συγγενικά
-
τούρτα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
τούρτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.