αγριολεβάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριολεβάντα οι αγριολεβάντες
      γενική της αγριολεβάντας των αγριολεβαντών
    αιτιατική την αγριολεβάντα τις αγριολεβάντες
     κλητική αγριολεβάντα αγριολεβάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριολεβάντα < αγριο- + λεβάντα < ιταλική lavanda

Ουσιαστικό

αγριολεβάντα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.