λαϊκή δημοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκή δημοκρατία οι λαϊκές δημοκρατίες
      γενική της λαϊκής δημοκρατίας των λαϊκών δημοκρατιών
    αιτιατική τη λαϊκή δημοκρατία τις λαϊκές δημοκρατίες
     κλητική λαϊκή δημοκρατία λαϊκές δημοκρατίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκή δημοκρατία < ρωσική народная республика (narodnaja respublika) Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
 δείτε και τις λέξεις λαϊκός και δημοκρατία

Προφορά

ΔΦΑ : /la.iˈci ði.mo.kɾaˈti.a/

Πολυλεκτικός όρος

Χάρτης του κόσμο που δείχνει τις λαϊκές δημοκρατίες, με κόκκινο σήμερα και με ροζ παλαιότερα

λαϊκή δημοκρατία θηλυκό

  • (πολιτική) αυτοπροσδιορισμός κρατών με μαρξιστικές ή λενινιστικές κυβερνήσεις, κυρίως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη
      Στις Λαϊκές Δημοκρατίες πολλά από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» αντιμετωπίστηκαν με στοργή και αξιοπρέπεια. Μορφώθηκαν και ενσωματώθηκαν στις κοινωνίες υποδοχής χωρίς να χάσουν την ελληνική τους ταυτότητα.
    Νίκος Μαραντζίδης, Το «παιδομάζωμα» στον Εμφύλιο, Η Καθημερινή, 12 Αυγούστου 2012
      Ο σταλινισμός] βαρύνεται με τρομερά εγκλήματα και σφαγές, με τραγωδίες από τις οποίες καμιά ιστορική ετυμηγορία δεν μπορεί να τον απαλλάξει. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι όλα τα καθεστώτα που οικοδομήθηκαν στο όνομα του κομμουνισμού εκφυλίστηκαν γρήγορα σε δεσποτικές τυραννίες· και ότι στους λαούς που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός επιβλήθηκαν «λαϊκές δημοκρατίες», που ήταν στην πραγματικότητα νέες δικτατορίες.
    Θανάσης Γιαλκέτσης, Το κόκκινο δεν είναι μαύρο, Εφημερίδα των Συντακτών, 13 Οκτωβρίου 2019

Συνώνυμα

  • ΛΔ (συντομογραφία)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.