Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος | ||
| γενική | του | Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου | ||
| αιτιατική | τον | Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο | ||
| κλητική | Δεύτερε Παγκόσμιε Πόλεμε | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αρσενικό
- (ιστορία) άλλη μορφή του Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Μεταφράσεις
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
|
→ δείτε τη λέξη Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.