λαφυραγώγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαφυραγώγηση | οι | λαφυραγωγήσεις |
| γενική | της | λαφυραγώγησης* | των | λαφυραγωγήσεων |
| αιτιατική | τη | λαφυραγώγηση | τις | λαφυραγωγήσεις |
| κλητική | λαφυραγώγηση | λαφυραγωγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λαφυραγωγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαφυραγώγηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λαφυραγώγησις.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε λαφυραγωγ(ώ) + -ηση [3]
Μεταφράσεις
λαφυραγώγηση
|
|
Αναφορές
- λαφυραγώγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- s.v. λαφυραγωγώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- λαφυραγώγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.