δήωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δήωση | οι | δηώσεις |
| γενική | της | δήωσης* | των | δηώσεων |
| αιτιατική | τη | δήωση | τις | δηώσεις |
| κλητική | δήωση | δηώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δηώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δήωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δῄωσις < δῃόω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δή‐ω‐ση
Ουσιαστικό
δήωση θηλυκό
- (λόγιο) λεηλασία
- ※ Η εντυπωσιακή και απροσδόκητη αυτή νίκη στάθηκε μοιραία, γιατί ο Φίλιππος αποθρασύνθηκε, απέσπασε νέες ενισχύσεις από τους Θράκες και προχώρησε στη δήωση μεγάλων περιοχών της Θεσσαλίας. (Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Εʹ: Ελληνιστικοί χρόνοι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1973, σελ. 165.)
Μεταφράσεις
δήωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.