λαογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαογραφικός | η | λαογραφική | το | λαογραφικό |
| γενική | του | λαογραφικού | της | λαογραφικής | του | λαογραφικού |
| αιτιατική | τον | λαογραφικό | τη | λαογραφική | το | λαογραφικό |
| κλητική | λαογραφικέ | λαογραφική | λαογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαογραφικοί | οι | λαογραφικές | τα | λαογραφικά |
| γενική | των | λαογραφικών | των | λαογραφικών | των | λαογραφικών |
| αιτιατική | τους | λαογραφικούς | τις | λαογραφικές | τα | λαογραφικά |
| κλητική | λαογραφικοί | λαογραφικές | λαογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λαογραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη λαογραφία
- οι γυναίκες του χωριού μάζεψαν παλιούς αργαλειούς, κεντήματα, όπλα και άλλα αντικείμενα και έστησαν ένα μικρό λαογραφικό μουσείο
Μεταφράσεις
λαογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.