λαογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαογραφικός η λαογραφική το λαογραφικό
      γενική του λαογραφικού της λαογραφικής του λαογραφικού
    αιτιατική τον λαογραφικό τη λαογραφική το λαογραφικό
     κλητική λαογραφικέ λαογραφική λαογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαογραφικοί οι λαογραφικές τα λαογραφικά
      γενική των λαογραφικών των λαογραφικών των λαογραφικών
    αιτιατική τους λαογραφικούς τις λαογραφικές τα λαογραφικά
     κλητική λαογραφικοί λαογραφικές λαογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαογραφικός < λαογραφία + -ικός

Επίθετο

λαογραφικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη λαογραφία
    οι γυναίκες του χωριού μάζεψαν παλιούς αργαλειούς, κεντήματα, όπλα και άλλα αντικείμενα και έστησαν ένα μικρό λαογραφικό μουσείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.