λαογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαογραφία | οι | λαογραφίες |
| γενική | της | λαογραφίας | των | λαογραφιών |
| αιτιατική | τη | λαογραφία | τις | λαογραφίες |
| κλητική | λαογραφία | λαογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λαογραφία, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Volkskunde[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.o.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ο‐γρα‐φί‐α
Αναφορές
- λαογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.