Λαμπτραί
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Λάμπτρᾱ | αἱ | Λαμπτραί |
| γενική | τῆς | Λάμπτρᾱς | τῶν | Λαμπτρῶν |
| δοτική | τῇ | Λάμπτρᾳ | ταῖς | Λαμπτραῖς |
| αιτιατική | τὴν | Λάμπτρᾱν | τὰς | Λαμπτρᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | Λάμπτρᾱ | Λαμπτραί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαμπτρᾱ́? | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λαμπτραῖν? | ||
| Ετερόκλιτο της 1ης κλίσης. Ενικός όπως χώρα. Πληθυντικός όπως στρατιά. | ||||
| 1η κλίση, όπως «ετερόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λαμπτραί < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Λαμπτραί θηλυκό στον πληθυντικό (στον ενικό: Λάμπτρα, επίσης Λάμπρα)
Πηγές
- Attica, perseus.tufts.edu - Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854
- Λαμπτραί - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.