Λαμπτραί

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λάμπτρ αἱ Λαμπτραί
      γενική τῆς Λάμπτρᾱς τῶν Λαμπτρῶν
      δοτική τῇ Λάμπτρ ταῖς Λαμπτραῖς
    αιτιατική τὴν Λάμπτρᾱν τὰς Λαμπτρᾱ́ς
     κλητική ! Λάμπτρ Λαμπτραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λαμπτρᾱ́?
γεν-δοτ τοῖν  Λαμπτραῖν?
Ετερόκλιτο της 1ης κλίσης. Ενικός όπως χώρα. Πληθυντικός όπως στρατιά.
1η κλίση, όπως «ετερόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λαμπτραί < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Λαμπτραί θηλυκό στον πληθυντικό (στον ενικό: Λάμπτρα, επίσης Λάμπρα)

  • ονομασία δύο δήμων των Αθηνών της Ἐρεχθηΐδος φυλής που βρίσκονταν κοντά στον Υμηττό
    1. Λάμπτρα καθύπερθεν (η «άνω» Λάμπτρα, στους πρόποδες του Υμηττού)
    2. Λάμπτρα ὑπένερθεν (η «κάτω» Λάμπτρα ή ἡ Λάμπτρα παράλιος)

Συγγενικά

  • Λαμπτρεύς

 και δείτε τη λέξη λαμπτήρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.