λαμπαδηδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | λαμπαδηδρόμος | οι | λαμπαδηδρόμοι |
| γενική | του/της | λαμπαδηδρόμου | των | λαμπαδηδρόμων |
| αιτιατική | τον/τη | λαμπαδηδρόμο | τους/τις | λαμπαδηδρόμους |
| κλητική | λαμπαδηδρόμε | λαμπαδηδρόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαμπαδηδρόμος < λαμπαδηδρομ(ία) + -ος. Συγγενές το μεσαιωνικό λαμπαδηδρόμος ἀγών[1]
Συγγενικά
- λαμπαδηδρομία
- λαμπαδηφορία, λαμπαδοφορία
Μεταφράσεις
λαμπαδηδρόμος
|
|
Αναφορές
- λαμπαδηδρόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.