λαθρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαθρο- < ελληνιστική κοινή λαθρο- < αρχαία ελληνική λαθραῖος < λάθρα < λανθάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /la.θɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαθρο-

Πρόθημα

λαθρο- ή λαθρό- και λαθρ- πριν από φωνήεν

Αντώνυμα

  • φανερο-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρ- στο Βικιλεξικό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λαθρο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λαθρο- < αρχαία ελληνική λαθραῖος < λάθρα < λανθάνω


Πρόθημα

λαθρο-

  1. λαθρο-, α' συνθετικό λέξεων που εκφράζουν κάτι που γίνεται στα κρυφά
    λαθροφαγία
  2. ή με δυσκολία
    λαθροκόρυζα


Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρο- στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λαθρο- < αρχαία ελληνική λαθραῖος < λάθρα < λανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lh₂-n-dʰ- < *leh₂-dʰ- < *leh₂- ‎(κρύβομαι)

Πρόθημα

λαθρο- ή λαθρό-

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρό- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις λαθρο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.