λαθραῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λαθραῖος λαθραί τὸ λαθραῖον
      γενική τοῦ/τῆς λαθραίου τῆς λαθραίᾱς τοῦ λαθραίου
      δοτική τῷ/τῇ λαθραί τῇ λαθραί τῷ λαθραί
    αιτιατική τὸν/τὴν λαθραῖον τὴν λαθραίᾱν τὸ λαθραῖον
     κλητική ! λαθραῖε λαθραί λαθραῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λαθραῖοι αἱ λαθραῖαι τὰ λαθραῖ
      γενική τῶν λαθραίων τῶν λαθραίων τῶν λαθραίων
      δοτική τοῖς/ταῖς λαθραίοις ταῖς λαθραίαις τοῖς λαθραίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λαθραίους τὰς λαθραίᾱς τὰ λαθραῖ
     κλητική ! λαθραῖοι λαθραῖαι λαθραῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαθραίω τὼ λαθραί τὼ λαθραίω
      γεν-δοτ τοῖν λαθραίοιν τοῖν λαθραίαιν τοῖν λαθραίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «λαθραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαθραῖος, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα < επίρρημα λάθρᾳ / λάθρῃ (κρυφά) + -αῖος < *λάθ-ρος < θέμα λαθ- του λανθάνω [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα  δείτε τη λέξη λανθάνω

Επίθετο

λαθραῖος, -ος, -ον & -ος, -α, -ον

Παράγωγα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
λαθρ- 
  • λαθρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λαθρο- στο Βικιλεξικό

και

  • λάθρᾳ / λάθρῃ
  • λαθραιόκοιτος
  • λαθραιοπραγέω
  • λαθρίδιος
  • λαθριμαῖος
  • λάθριος
  • νυκτιλαθραιοφάγος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.