λαθροφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθροφαγία οι λαθροφαγίες
      γενική της λαθροφαγίας των λαθροφαγιών
    αιτιατική τη λαθροφαγία τις λαθροφαγίες
     κλητική λαθροφαγία λαθροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαθροφαγία < μεσαιωνική ελληνική λαθροφαγία < αρχαία ελληνική λαθροφάγος < λάθρῃ + -φάγος

Ουσιαστικό

λαθροφαγία θηλυκό

  1. το να τρώει κάποιος κρυφά
  2. (θρησκεία) η κατάλυση της νηστείας στα κρυφά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.