λαθρόγαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθρόγαμος η λαθρόγαμη το λαθρόγαμο
      γενική του λαθρόγαμου της λαθρόγαμης του λαθρόγαμου
    αιτιατική τον λαθρόγαμο τη λαθρόγαμη το λαθρόγαμο
     κλητική λαθρόγαμε λαθρόγαμη λαθρόγαμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθρόγαμοι οι λαθρόγαμες τα λαθρόγαμα
      γενική των λαθρόγαμων των λαθρόγαμων των λαθρόγαμων
    αιτιατική τους λαθρόγαμους τις λαθρόγαμες τα λαθρόγαμα
     κλητική λαθρόγαμοι λαθρόγαμες λαθρόγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαθρόγαμος < λαθρό- + γάμος

Επίθετο

λαθρόγαμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.