λαβομάνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαβομάνο | τα | λαβομάνα |
| γενική | του | λαβομάνου | των | λαβομάνων |
| αιτιατική | το | λαβομάνο | τα | λαβομάνα |
| κλητική | λαβομάνο | λαβομάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
λαβομάνο ουδέτερο
- (παρωχημένο) o νιπτήρας
- (παρωχημένο) χαμηλό έπιπλο με βαθούλωμα στο οποίο τοποθετούσαν μία λεκάνη και δίπλα της μία κανάτα με νερό, για να πλύνει κάποιος το πρόσωπό του και τα χέρια του
- ※ Τὸ μάτι τοῦ μαρκονιστῆ ἔπεσε σ’ ἕνα μπουκάλι ποὺ βρισκόταν πάνου ἀπ’ τὸ λαβομάνο.
- Νίκος Καββαδίας, Βάρδια', 1954
- ※ Τὸ μάτι τοῦ μαρκονιστῆ ἔπεσε σ’ ἕνα μπουκάλι ποὺ βρισκόταν πάνου ἀπ’ τὸ λαβομάνο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.