λιγουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
λιγουλάκι
- λίγο από κάτι (μη μετρήσιμο, μη ζυγίσιμο)
Ουσιαστικό
λιγουλάκι ουδέτερο
- λίγο από κάτι (μετρήσιμο, ζυγίσιμο)
- μικροποσότητα
- → δείτε τη λέξη λιγάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.