λέξημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λέξημα | τα | λεξήματα |
| γενική | του | λεξήματος | των | λεξημάτων |
| αιτιατική | το | λέξημα | τα | λεξήματα |
| κλητική | λέξημα | λεξήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λέξημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lexeme < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈle.ksi.ma/
Ουσιαστικό
λέξημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το τμήμα μιας λέξης μετά την αφαίρεση των προσφυμάτων και επιθημάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.