λάμψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λάμψῐς αἱ λάμψεις
      γενική τῆς λάμψεως τῶν λάμψεων
      δοτική τῇ λάμψει ταῖς λάμψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λάμψῐν τὰς λάμψεις
     κλητική ! λάμψῐ λάμψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λάμψει
γεν-δοτ τοῖν  λαμψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λάμψις < λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lap- (λάμπω)

Ουσιαστικό

λάμψις θηλυκό

  1. λάμψη, ακτινοβολία
  2. (μεταφορικά) λαμπρότητα, αίγλη, δόξα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.