λάμψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

λάμψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λάμπω
  2. θα λάμψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λάμπω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λάμψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λάμψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.