κωχιάζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κωχιάζω
<
κώχη
+
-ιάζω
Ρήμα
κωχιάζω
(
σπάνιο
)
τοποθετώ
σε
κώχη
/
γωνία
(
σπάνιο
)
σχηματίζω
/
δημιουργώ
κώχες
/
γωνίες
(
σπάνιο
)
αποκτώ
κώχες
/
γωνίες
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
κώχη
Μεταφράσεις
κωχιάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.