κωχιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κωχιάζω < κώχη + -ιάζω

Ρήμα

κωχιάζω

  1. (σπάνιο) τοποθετώ σε κώχη / γωνία
  2. (σπάνιο) σχηματίζω / δημιουργώ κώχες / γωνίες
  3. (σπάνιο) αποκτώ κώχες / γωνίες

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κώχη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.