κοφτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοφτήριο τα κοφτήρια
      γενική του κοφτηρίου
& κοφτήριου
των κοφτηρίων
    αιτιατική το κοφτήριο τα κοφτήρια
     κλητική κοφτήριο κοφτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοφτήριο < κόφτω

Ουσιαστικό

κοφτήριο ουδέτερο

  • (αργκό) μαγαζί, επιχείρηση που κάνει χρυσές δουλειές, που εξαιτίας του εμπορεύματος ή της δραστηριότητας που ασκεί, έχει συνεχώς πελατεία και έχει πολλά έσοδα (σαν να έχει τη μηχανή που "κόβει λεφτά"
  • κατάστημα που κόβει μετάλλια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.