Κόραξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Κόραξ < αρχαία ελληνική κόραξ

Κύριο όνομα

Κόραξ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) το ιερό πτηνό του θεού Απόλλωνα που διέθετε μαντικό χάρισμα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.