κόλιαντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόλιαντρος | οι | κόλιαντροι |
| γενική | του | κόλιαντρου | των | κόλιαντρων |
| αιτιατική | τον | κόλιαντρο | τους | κόλιαντρους |
| κλητική | κόλιαντρε | κόλιαντροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γλαστράκι με κόλιαντρο

οι σπόροι του κόλιαντρου
Ετυμολογία
- κόλιαντρος < μεσαιωνική ελληνική κολίαντρον / κορίανδρον / κολίανδρον / κoλιάντρο / κολίαντρο < (ελληνιστική κοινή) κολίανδρον < κορίανδρον < κόριον, υποκοριστικό του κόρις
Ουσιαστικό
κόλιαντρος αρσενικό
Συνώνυμα
- κορίαντρος, κορίανδρος, κορίανδρο
- κολιανδρός, κολιαντρό
- κοριός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.