κόρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόρῐς οἱ κόρεις
      γενική τοῦ κόριος
& κόρεως (αττικός)
κόριδος (3η κλίση)
τῶν κόρεων
      δοτική τῷ κόρει τοῖς κόρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κόρῐν τοὺς κόρεις
     κλητική ! κόρῐ κόρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόρει
γεν-δοτ τοῖν  κορέοιν
Η γενική ενικού έχει και τους τύπους κόριος & κόριδος
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *koris

Ουσιαστικό

κόρις αρσενικό

  1. (εντομολογία) παράσιτο έντομο, κοριός, κόριζα
  2. (ιχθυολογία) είδος ψαριού, ο γύλος
     συνώνυμα: ἔσχαρος
  3. (φυτό) είδος φυτού το κορίανδρο / κόλιαντρο
  4. γυναικείο κόσμημα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.