κόρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κόρῐς | οἱ | κόρεις |
| γενική | τοῦ | κόριος & κόρεως (αττικός) κόριδος (3η κλίση) |
τῶν | κόρεων |
| δοτική | τῷ | κόρει | τοῖς | κόρεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | κόρῐν | τοὺς | κόρεις |
| κλητική ὦ! | κόρῐ | κόρεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόρει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κορέοιν | ||
| Η γενική ενικού έχει και τους τύπους κόριος & κόριδος | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *koris
Ουσιαστικό
κόρις αρσενικό
-
Κορήγονος στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- κόρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.