γκι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκι < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική gui [1] < λατινική viscum
Ουσιαστικό
γκι ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) πράσινο φυτό που χρησιμοποιείται ως στολισμός κυρίως τα Χριστούγεννα
Συνώνυμα
-
γκι στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- γκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
