κωλοσούρτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωλοσούρτης οι κωλοσούρτες
      γενική του κωλοσούρτη των κωλοσουρτών
    αιτιατική τον κωλοσούρτη τους κωλοσούρτες
     κλητική κωλοσούρτη κωλοσούρτες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωλοσούρτης < (κώλος) κωλο- + σούρτης (σούρνω,  δείτε και τη λέξη σύρτης < σύρω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.loˈsuɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωλοσούρτης

Ουσιαστικό

κωλοσούρτης αρσενικό

  1. παρωνύμιο του τραμ της Αθήνας κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
      Αλλά και το νέο μέσο, ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος δεν άργησε να απαξιωθεί από το κοινό. Η αργή κίνησή του και το χαρακτηριστικό κάθισμα του βαγονιού στην πίσω πλευρά του χάρισαν το προσωνύμιο «κωλοσούρτης» που το συνόδευσε μέχρι που καταργήθηκε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα για να αντικατασταθεί από τον ηλεκτροκινούμενο τροχιόδρομο. (Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, Ο Ιπποσιδηρόδρομος και ο «Κωλοσούρτης». Η ιστορική καθιέρωση των μέσων σταθερής τροχιάς, Ο Μικρός Ρωμηός)
  2. παρωνύμιο της παλαιάς εθνικής οδού Άργους-Τρίπολης, λόγω των πολλών απότομων στροφών
      Ο Κωλοσούρτης, ήταν παλιά η μεγαλύτερη οδική καρμανιόλα της Ελλάδας. Στην αρχική του σχεδίαση περιλάμβανε όλα τα καλούδια: ήταν πολύ στενός, είχε στροφές 180 μοιρών κολλητά στον γκρεμό με ανάποδη κλίση και γλιστερό οδόστρωμα. (Κωλοσούρτης: Η θρυλική Εθνική με «στροφάρες» αλά «Έλα Γιώργη» που έλιωνε κινητήρες, ΣΚΑΪ, 10 Μαΐου 2020)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.