κωδωνίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωδωνίσκος οι κωδωνίσκοι
      γενική του κωδωνίσκου των κωδωνίσκων
    αιτιατική τον κωδωνίσκο τους κωδωνίσκους
     κλητική κωδωνίσκο κωδωνίσκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωδωνίσκος < κώδων + -ίσκος

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ðoˈni.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωδωνίσκος

Ουσιαστικό

κωδωνίσκος αρσενικό

  1. (λόγιο) το κουδουνάκι
  2. (βοτανική) είδος φυτών, η καμπανούλα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.