κυψελοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυψελοειδής | η | κυψελοειδής | το | κυψελοειδές |
| γενική | του | κυψελοειδούς* | της | κυψελοειδούς | του | κυψελοειδούς |
| αιτιατική | τον | κυψελοειδή | την | κυψελοειδή | το | κυψελοειδές |
| κλητική | κυψελοειδή(ς) | κυψελοειδής | κυψελοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυψελοειδείς | οι | κυψελοειδείς | τα | κυψελοειδή |
| γενική | των | κυψελοειδών | των | κυψελοειδών | των | κυψελοειδών |
| αιτιατική | τους | κυψελοειδείς | τις | κυψελοειδείς | τα | κυψελοειδή |
| κλητική | κυψελοειδείς | κυψελοειδείς | κυψελοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κυψέλη
Μεταφράσεις
κυψελοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.