κυστεοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυστεοσκόπιο | τα | κυστεοσκόπια |
| γενική | του | κυστεοσκόπιου & κυστεοσκοπίου |
των | κυστεοσκόπιων & κυστεοσκοπίων |
| αιτιατική | το | κυστεοσκόπιο | τα | κυστεοσκόπια |
| κλητική | κυστεοσκόπιο | κυστεοσκόπια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυστεοσκόπιο < κύστη + -ο- + -σκόπιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystoscope)
Ουσιαστικό
κυστεοσκόπιο ουδέτερο
- κυστοσκόπιο
Υπερώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κυστεοσκόπηση, κύστη και σκοπώ
Μεταφράσεις
κυστεοσκόπιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.