κυπρί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυπρί τα κυπριά
      γενική του κυπριού των κυπριών
    αιτιατική το κυπρί τα κυπριά
     κλητική κυπρί κυπριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυπρί < ελληνιστική κοινή κύπριον[1] < αρχαία ελληνική κύπριος < Κύπρος

Ουσιαστικό

κυπρί ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.