κυνοκομείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυνοκομείο | τα | κυνοκομεία |
| γενική | του | κυνοκομείου | των | κυνοκομείων |
| αιτιατική | το | κυνοκομείο | τα | κυνοκομεία |
| κλητική | κυνοκομείο | κυνοκομεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνοκομείο < κύων + -κομείο (< αρχαία ελληνική -κομεῖον < -κομός < κομέω / κομῶ)
Μεταφράσεις
κυνοκομείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.