κυνανθρωπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυνανθρωπία οι κυνανθρωπίες
      γενική της κυνανθρωπίας των κυνανθρωπιών
    αιτιατική την κυνανθρωπία τις κυνανθρωπίες
     κλητική κυνανθρωπία κυνανθρωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνανθρωπία < ελληνιστική κοινή κυνάνθρωπος + -ία (όπως λυκανθρωπία) < αρχαία ελληνική κύων, κυνός + ἄνθρωπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.nan.θɾoˈpi.a/

Ουσιαστικό

κυνανθρωπία θηλυκό

  • (ψυχιατρική) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι μεταμορφώνεται σε σκύλο και συμπεριφέρεται ως σκύλος

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.