κυματοδρομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυματοδρομία οι κυματοδρομίες
      γενική της κυματοδρομίας των κυματοδρομιών
    αιτιατική την κυματοδρομία τις κυματοδρομίες
     κλητική κυματοδρομία κυματοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυματοδρομία < κύμα + -ο- + δρόμος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική surfing)

Ουσιαστικό

κυματοδρομία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.