κυανόλευκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυανόλευκος η κυανόλευκη το κυανόλευκο
      γενική του κυανόλευκου της κυανόλευκης του κυανόλευκου
    αιτιατική τον κυανόλευκο την κυανόλευκη το κυανόλευκο
     κλητική κυανόλευκε κυανόλευκη κυανόλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυανόλευκοι οι κυανόλευκες τα κυανόλευκα
      γενική των κυανόλευκων των κυανόλευκων των κυανόλευκων
    αιτιατική τους κυανόλευκους τις κυανόλευκες τα κυανόλευκα
     κλητική κυανόλευκοι κυανόλευκες κυανόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυανόλευκος < κυανό- + λευκός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.aˈno.lef.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυανόλευκος

Επίθετο

κυανόλευκος, -η, -ο

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.