κυανόλευκη

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.aˈno.lef.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυανόλευκη

Ετυμολογία 1

κυανόλευκη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυανόλευκος

Ουσιαστικό

κυανόλευκη θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κυανόλευκη: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κυανόλευκη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.