κυέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | κυέω-κυῶ | κυέομαι-κυοῦμαι |
| Παρατατικός | ἐκύεον-ἐκύουν | ἐκυεόμην-ἐκυούμην |
| Μέλλοντας | κυήσω | κυήσομαι & κυηθήσομαι (παθ) |
| Αόριστος | ἐκύησα | ἐκυησάμην & ἐκυήθην (παθ) |
| Παρακείμενος | κεκύηκα | κεκύημαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐκεκυήκειν | ἐκεκυήμην |
| Συντελ.Μέλλ. | κεκυηκὼς ἔσομαι | κεκυημένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
Ρήμα
κυέω [παλιότερος (αττικός) τύπος του κύω] (και συνηρημένο κυῶ)
- κυοφορώ, εγκυμονώ, είμαι έγκυος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 117 ἣ δ᾽ ἐκύει φίλον υἱόν
- καθίσταμαι έγκυος, συλλαμβάνω, κυοφορούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.