κροσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κροσάρισμα | τα | κροσαρίσματα |
| γενική | του | κροσαρίσματος | των | κροσαρισμάτων |
| αιτιατική | το | κροσάρισμα | τα | κροσαρίσματα |
| κλητική | κροσάρισμα | κροσαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κροσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η πλεύση ενός στενού, διαύλου κ.λπ. στη θάλασσα· το να διασχίζω μια θαλάσσια περιοχή
- (ναυτικός όρος) η διασταύρωση με άλλο σκάφος / πλοίο
- (αγγλισμός, τεχνολογία) ο διαχωρισμός του ακουστικού σήματος σε ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων (π.χ. υψηλές, μέσες, χαμηλές συχνότητες) (από το αγγλικό: crossover)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.