κροσάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κροσάρισμα τα κροσαρίσματα
      γενική του κροσαρίσματος των κροσαρισμάτων
    αιτιατική το κροσάρισμα τα κροσαρίσματα
     κλητική κροσάρισμα κροσαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κροσάρισμα < (κροσάρω) κροσάρισ-α + -μα < αγγλική cross  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κροσάρισμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) η πλεύση ενός στενού, διαύλου κ.λπ. στη θάλασσα· το να διασχίζω μια θαλάσσια περιοχή
  2. (ναυτικός όρος) η διασταύρωση με άλλο σκάφος / πλοίο
  3. (αγγλισμός, τεχνολογία) ο διαχωρισμός του ακουστικού σήματος σε ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων (π.χ. υψηλές, μέσες, χαμηλές συχνότητες) (από το αγγλικό: crossover)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.