κροσόβερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κροσόβερ < μεταγραφή για την αγγλική crossover (ή audio crossover)
Ουσιαστικό
κροσόβερ ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, τεχνολογία) εξάρτημα (ηλεκτρονικό κύκλωμα) που διαχωρίζει τον ήχο σε ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων· διαχωριστής συχνοτήτων, διαχωριστής μεγαφώνων, φίλτρο διαχωρισμού συχνοτήτων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.