αποκρατικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκρατικοποιώ < απο- + κρατικοποιώ
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκρατικοποιώ | αποκρατικοποιούσα | θα αποκρατικοποιώ | να αποκρατικοποιώ | αποκρατικοποιώντας | |
| β' ενικ. | αποκρατικοποιείς | αποκρατικοποιούσες | θα αποκρατικοποιείς | να αποκρατικοποιείς | (αποκρατικοποίει) | |
| γ' ενικ. | αποκρατικοποιεί | αποκρατικοποιούσε | θα αποκρατικοποιεί | να αποκρατικοποιεί | ||
| α' πληθ. | αποκρατικοποιούμε | αποκρατικοποιούσαμε | θα αποκρατικοποιούμε | να αποκρατικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αποκρατικοποιείτε | αποκρατικοποιούσατε | θα αποκρατικοποιείτε | να αποκρατικοποιείτε | αποκρατικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αποκρατικοποιούν(ε) | αποκρατικοποιούσαν(ε) | θα αποκρατικοποιούν(ε) | να αποκρατικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκρατικοποίησα | θα αποκρατικοποιήσω | να αποκρατικοποιήσω | αποκρατικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αποκρατικοποίησες | θα αποκρατικοποιήσεις | να αποκρατικοποιήσεις | αποκρατικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αποκρατικοποίησε | θα αποκρατικοποιήσει | να αποκρατικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αποκρατικοποιήσαμε | θα αποκρατικοποιήσουμε | να αποκρατικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκρατικοποιήσατε | θα αποκρατικοποιήσετε | να αποκρατικοποιήσετε | αποκρατικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αποκρατικοποίησαν αποκρατικοποιήσαν(ε) |
θα αποκρατικοποιήσουν(ε) | να αποκρατικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκρατικοποιήσει | είχα αποκρατικοποιήσει | θα έχω αποκρατικοποιήσει | να έχω αποκρατικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκρατικοποιήσει | είχες αποκρατικοποιήσει | θα έχεις αποκρατικοποιήσει | να έχεις αποκρατικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκρατικοποιήσει | είχε αποκρατικοποιήσει | θα έχει αποκρατικοποιήσει | να έχει αποκρατικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκρατικοποιήσει | είχαμε αποκρατικοποιήσει | θα έχουμε αποκρατικοποιήσει | να έχουμε αποκρατικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκρατικοποιήσει | είχατε αποκρατικοποιήσει | θα έχετε αποκρατικοποιήσει | να έχετε αποκρατικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκρατικοποιήσει | είχαν αποκρατικοποιήσει | θα έχουν αποκρατικοποιήσει | να έχουν αποκρατικοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκρατικοποιούμαι | αποκρατικοποιούμουν | θα αποκρατικοποιούμαι | να αποκρατικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | αποκρατικοποιείσαι | αποκρατικοποιούσουν | θα αποκρατικοποιείσαι | να αποκρατικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | αποκρατικοποιείται | αποκρατικοποιούνταν | θα αποκρατικοποιείται | να αποκρατικοποιείται | ||
| α' πληθ. | αποκρατικοποιούμαστε | αποκρατικοποιούμασταν αποκρατικοποιούμαστε |
θα αποκρατικοποιούμαστε | να αποκρατικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | αποκρατικοποιείστε | αποκρατικοποιούσασταν αποκρατικοποιούσαστε |
θα αποκρατικοποιείστε | να αποκρατικοποιείστε | αποκρατικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | αποκρατικοποιούνται | αποκρατικοποιούνταν | θα αποκρατικοποιούνται | να αποκρατικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκρατικοποιήθηκα | θα αποκρατικοποιηθώ | να αποκρατικοποιηθώ | αποκρατικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | αποκρατικοποιήθηκες | θα αποκρατικοποιηθείς | να αποκρατικοποιηθείς | αποκρατικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | αποκρατικοποιήθηκε | θα αποκρατικοποιηθεί | να αποκρατικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | αποκρατικοποιηθήκαμε | θα αποκρατικοποιηθούμε | να αποκρατικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποκρατικοποιηθήκατε | θα αποκρατικοποιηθείτε | να αποκρατικοποιηθείτε | αποκρατικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποκρατικοποιήθηκαν αποκρατικοποιηθήκαν(ε) |
θα αποκρατικοποιηθούν(ε) | να αποκρατικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποκρατικοποιηθεί | είχα αποκρατικοποιηθεί | θα έχω αποκρατικοποιηθεί | να έχω αποκρατικοποιηθεί | αποκρατικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποκρατικοποιηθεί | είχες αποκρατικοποιηθεί | θα έχεις αποκρατικοποιηθεί | να έχεις αποκρατικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκρατικοποιηθεί | είχε αποκρατικοποιηθεί | θα έχει αποκρατικοποιηθεί | να έχει αποκρατικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκρατικοποιηθεί | είχαμε αποκρατικοποιηθεί | θα έχουμε αποκρατικοποιηθεί | να έχουμε αποκρατικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκρατικοποιηθεί | είχατε αποκρατικοποιηθεί | θα έχετε αποκρατικοποιηθεί | να έχετε αποκρατικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκρατικοποιηθεί | είχαν αποκρατικοποιηθεί | θα έχουν αποκρατικοποιηθεί | να έχουν αποκρατικοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
αποκρατικοποιώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.