ιδιωτικοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιωτικοποιώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ιδιωτικοποιώ

  1. μετατρέπω μια δημόσια επιχείρηση σε ιδιωτική
    η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ και πούλησε ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών του σε γερμανική εταιρεία

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.