κρατικιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρατικιστικός η κρατικιστική το κρατικιστικό
      γενική του κρατικιστικού της κρατικιστικής του κρατικιστικού
    αιτιατική τον κρατικιστικό την κρατικιστική το κρατικιστικό
     κλητική κρατικιστικέ κρατικιστική κρατικιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρατικιστικοί οι κρατικιστικές τα κρατικιστικά
      γενική των κρατικιστικών των κρατικιστικών των κρατικιστικών
    αιτιατική τους κρατικιστικούς τις κρατικιστικές τα κρατικιστικά
     κλητική κρατικιστικοί κρατικιστικές κρατικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρατικιστικός < κρατικισ(μός) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾa.ti.ci.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρατικιστικός

Επίθετο

κρατικιστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.