κρατικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρατικιστικός | η | κρατικιστική | το | κρατικιστικό |
| γενική | του | κρατικιστικού | της | κρατικιστικής | του | κρατικιστικού |
| αιτιατική | τον | κρατικιστικό | την | κρατικιστική | το | κρατικιστικό |
| κλητική | κρατικιστικέ | κρατικιστική | κρατικιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρατικιστικοί | οι | κρατικιστικές | τα | κρατικιστικά |
| γενική | των | κρατικιστικών | των | κρατικιστικών | των | κρατικιστικών |
| αιτιατική | τους | κρατικιστικούς | τις | κρατικιστικές | τα | κρατικιστικά |
| κλητική | κρατικιστικοί | κρατικιστικές | κρατικιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρατικιστικός < κρατικισ(μός) + -τικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾa.ti.ci.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐τι‐κι‐στι‐κός
Επίθετο
κρατικιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με τον κρατικισμό
- ※ Οι σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη μεριά, αντιτίθενται στον έντονο κρατικιστικό προσανατολισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς. (Νίκος Μουζέλης, Σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστική Αριστερά, Το Βήμα, 8 Οκτωβρίου 2016)
Μεταφράσεις
κρατικιστικός
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.