κρατικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρατικισμός οι κρατικισμοί
      γενική του κρατικισμού των κρατικισμών
    αιτιατική τον κρατικισμό τους κρατικισμούς
     κλητική κρατικισμέ κρατικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρατικισμός < κρατικ(ός) + -ισμός  και δείτε τη λέξη κρατισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾa.ti.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρατικισμός

Ουσιαστικό

κρατικισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.