κρασοκανάτας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾa.so.kaˈna.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐σο‐κα‐νά‐τας
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρασοκανάτας | οι | κρασοκανάτες |
| γενική | του | κρασοκανάτα | — | |
| αιτιατική | τον | κρασοκανάτα | τους | κρασοκανάτες |
| κλητική | κρασοκανάτα | κρασοκανάτες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- κρασοκανάτας < κρασοκατάτ(α) + -άς [1]
Μεταφράσεις
κρασοκανάτας
|
→ δείτε τη λέξη κρασοκανάτα |
Ετυμολογία 2
- κρασοκανάτας: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- κρασοκανάτα, κρασοκανάτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.