κρανιοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρανιοσκοπία οι κρανιοσκοπίες
      γενική της κρανιοσκοπίας των κρανιοσκοπιών
    αιτιατική την κρανιοσκοπία τις κρανιοσκοπίες
     κλητική κρανιοσκοπία κρανιοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρανιοσκοπία < γαλλική cranioscopie, μορφολογικά αναλύεται σε κρανί(ο) + -ο- + -σκοπία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κρανιοσκοπία θηλυκό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.